- κακαρώνω
- κακάρωσα, κακαρωμένος, πεθαίνω, ξεψυχώ: Βρέθηκε το πρωί κακαρωμένος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.